- ηνίοχος
- (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400 έτη φωτός από τη Γη, o ζ, δίδυμος στον οποίο παρατηρείται έκλειψη (εξαιτίας της κίνησης του άλλου μέλους του ζεύγους) με περίοδο 3 ετών και ο αστέρας α (Αίγα, διεθνώς Capella), ένας λαμπρός διπλός αστέρας (μέγεθος 0,05), ο οποίος έχει συνιστώτες αστέρες με μάζες 4,3 και 3,3 ηλιακές μάζες, περίοδο 104 ημερών και απέχει από τη Γη 45 έτη φωτός. Άλλοι σημαντικοί αστέρες είναι ο β, ένας αστέρας φασματικού τύπου Α2 και μεγέθους 1,86, o ι φασματικού τύπου K3 και μεγέθους 2,64 και ο θ φασματικού τύπου Β9 και μεγέθους 2,65. Ο Η. παριστάνεται στους αρχαίους χάρτες ως κουτσός η., με μαστίγιο και ηνία.
Σχηματική παράσταση του αστερισμού Ηνίοχος.
* * *ο (AM ἡνιόχος, Α δωρ. και αιολ. τ. ἀνίοχος)1. αυτός που κρατά τα ηνία, που οδηγεί όχημα με τα ηνία, διφρηλάτης, αμαξηλάτης («ἄν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε», Ομ. Ιλ.)2. μτφ. κυβερνήτης, διευθυντής, διοικητής («χειρῶν καὶ ἰσχύος ἀνίοχος», Πίνδ.)3. ο ιππέας («οι Ηνίοχοι τού ιπποδρόμου»)νεοελλ.1. ζωολ. γένος ακανθοπτερύγιων οστεοϊχθύων τής οικογένειας chaetodontidae2. αστρον. λαμπρός αστερισμός τού βόρειου ημισφαιρίουαρχ.1. πληθ. οἱ ἡνίοχοια) (στην Αθήνα) τάξη πλούσιων πολιτών οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν άρμα στην πόλη με πλήρη εξάρτυση για δημόσιο σκοπόβ) ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτατης σειράς τών ιστίων πλοίου, αλλ. έκφοροι, κν. μούδες2. φρ. α) «ἡνίοχος νεώς» — πηδαλιούχος, κυβερνήτης, τιμονιέρηςβ) «ἡνίοχος κιθάρας» — δάσκαλος στην κιθάρα3. ως επίθ. κυρίαρχος, οδηγητικός («ἡνίοχος γνώμη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -οχος < έχω (πρβλ. έν-οχος, έξ-οχος). Η λ. μαρτυρείται ήδη στη μυκηναϊκή a-ni-o-ko.ΠΑΡ. ηνιοχικόςαρχ.ηνιοχεία, ηνιοχεύω, ηνιοχώ].
Dictionary of Greek. 2013.